- υφαπλώ
- -όω, Ααπλώνω, εκτείνω αποκάτω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + ἁπλῶ / απλώνω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υφάπλωσις — ώσεως, ἡ, ΜΑ [ὑφαπλῶ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ὑφαπλῶ* … Dictionary of Greek
προσυφαπλώ — όω, Μ απλώνω κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὑφαπλῶ «απλώνω από κάτω»] … Dictionary of Greek